- μαθητιῶσα
- μαθητιάωwish to become a disciplepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαθητιώσας — μαθητιώσᾱς , μαθητιάω wish to become a disciple pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) μαθητιώσᾱς , μαθητιάω wish to become a disciple pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητιώ — (AM μαθητιῶ, άω) έχω έφεση για μάθηση νεοελλ. μσν. είμαι μαθητής, μαθητεύω («η μαθητιώσα νεολαία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαθητής + επίθημα ιάω (πρβλ. στρατηγ ιάω)] … Dictionary of Greek